- ὀλολυγών
- ὀλολῡγών , ὀλολυγώνcroaking of the male frogfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… … Dictionary of Greek
ὀλολυγόνα — ὀλολῡγόνα , ὀλολυγών croaking of the male frog fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγόνος — ὀλολῡγόνος , ὀλολυγών croaking of the male frog fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλολυγόσιν — ὀλολῡγόσιν , ὀλολυγών croaking of the male frog fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)